-
1 ἐρῆμος
ἐρῆμος, auch zweier Endgn, Her., Pind., att. ἔρημος, ον, doch auch dreier Endgn, Soph. Ant. 735, Eur. öfter, bes. δίκη is. unten); einsam, gew. entblößt von angenehmen Dingen, deren Verlust empfindlich ist; vom Lande, wüst, unbebaut, νῆσος Od. 3, 270, χῶρος Il. 10, 520; ἐρήμας δι' αἰϑέρος Pind. Ol. 1, 6; ἔρημος αἰϑήρ 13, 35; νῶτα γαίης P. 4, 26; πάγος Aesch. Prom. 270; τὰ δ' ἄλλα ἔρημα Soph. Phil. 34; ἔρημος – βροτῶν στίβος Ant. 769; πνύξ, menschenleer, Ar. Ach. 20; λιμήν Thuc. 2, 96; πολλὴν τῆς χώρας ἔρημον καὶ ἀργὸν οὖσαν Xen. Cyr. 3, 2, 2; ποιοῠντες ἀνδρῶν κακῶν ἔρημον τὴν πόλιν Plat. Legg. IX, 862 e, leer von schlechten Menschen, wie ϑεῶν ἔρημα εἶναι πάντα X, 908 c; – ἡ ἔρημος, sc. χώρα, die Einöde, Wüste, ein von Menschen verlassener Ort, Her. 3, 102. 4, 18 u. Folgde; auch τὰ ἔρημα, 2, 32; Thuc. 2, 17; vgl. Il. 5, 140 κατὰ σταϑμοὺς δύεται, τὰ δ' ἐρῆμα φοβεῖται; – von Menschen, einsam, verlassen, hülflos, μονάδα δὲ Εέρξην ἔρημόν φασιν οὐ πολλῶν μέτα μολεῖν, Aesch. Pers. 720; Ag. 836; καὶ ἄφιλος Soph. Phil. 228; χωρὶς ἀνϑρώπων στίβου 485; neben ἄπορος O. C. 1733; ἔρημος πρὸς φίλων Ant. 910; ὁ πατὴρ ἀπολιπὼν ἀπέρχεται ὑμᾶς ἐρήμους Ar. Par 112; oft c. gen., ἔρημον πάντων τῶν συγγενῶν, von allen Verwandten verlassen, ohne alle Verwandte, Plat. Gorg. 523 e; πατρὸς ἢ μητρός Legg. XI, 927 b; vgl. Soph. ναῠς ἔρημος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων ἔσω, entblößt von Männern, O. R. 57; στέγαι φίλων ἔρημαι El. 1397, leer von Freunden; Eur. u. A.; vgl. ἐσϑὴς ἐρῆμος ἐοῠσα ὅπλων Her. 9, 63. Eben so Κορινϑίων ἔρημοι ἐς τοῠτον τὸν πόλεμον καϑέσταμεν Thuc. 1, 32, ohne die Korinthier; συμμάχων Xen. Cyr. 2, 1, 11; τοῦ βοηϑήσοντος Isocr. epist. 1, 3; Dem. oft, u. Sp.; – auch von Sachen, καὶ ἄπορος Plat. Phil. 16 b; καὶ ὀρφανά Legg. XI, 927 c; so öfter von Verwais'ten, Lys. 2, 71; κλῆρος Is. 3, 61. – Bes. ἡ ἐρήμη, selten ἡ ἔρημος, sc. δίκη u. δίαιτα, welche Wörter auch zuweilen dabeistehen, ein Contumazialbescheid, wodurch die im Termin ausbleibende Partei verurtheilt wurde; ἐρήμην κατηγορεῖν Plat. Apol. 18 c, einen Abwesenden anklagen; ἤλπιζε ἀποφεύξεσϑαι τὴν γραφήν · οὔτε γὰρ ἐπεξιέναι οὐδένα, ἀλλ' ἐρήμην αὐτὴν ἔσεσϑαι, wenn eben kein Ankläger auftritt, Antiph. 2 α 7, ἐρήμην ὄφλειν τὴν δίκην, ein Contumazialurtheil verwirkt haben, in contumaciam verurtheilt werden, 5, 13, wie τὴν δίκην ἔρημον ὄφλειν Dem. 32, 26; ἐρήμην τινὰ λαβεῖν Lys. 26, 18; δίκην εἷλον ἐρήμην Dem. 21, 81, einen solchen Proceß gewinnen, bewirken, daß Einer in contumaciam verurtheilt wird, wo οὐ γὰρ ἀπήντα dabei steht; ἐρήμῃ δίκῃ κατέγνωσαν αὐτοῠ ϑάνατον Thuc. 6, 61; vgl. D. Sic. 13, 5; ἐρήμην καταδιαιτᾶν, καταδικάζειν τινός, Jem. in contumaciam verurtheilen, Dem. 40, 17 u. A.; auch τὴν ἔρημον δοῠναι, Dem. 21, 85, u. ἐρήμην αὐτοῠ κατέγνω τὴν δίαιταν 33, 33, – ἔρημον ἀφεικέναι τὸν ἀγῶνα, sich dem Kampfe entziehen, D. Hal., sich nicht stellen, s. Schäfer zu D. Hal. V. C. 402; – ἀγὼν ἐρημότερος Lys. 29, 1.
-
2 ὀρφανός
A orphan, without parents, fatherless,αἱ δ' ἐλίποντο ὀρφαναί Od.20.68
;ὀ. τέκνα Hes.Op. 330
;παῖδά τ' ὀ. λιπεῖν S.Aj. 653
: as Subst., orphan,ἐπίκληροι καὶ ὀ. Lys.26.12
;ὀρφανοῖς καὶ ὀρφαναῖς Pl.Lg. 926c
;ὀρφανῶν κάκωσις Arist.
Ath.56.6, cf. IG12.6.124: also in neut., ; of animals, ; ὀ. οἶκος, δόμος, S.Fr. 943, E.Alc. 657 : metaph., neglected,ἡ δέλτος ὀρφανὴ κεῖται Herod.3.15
; ὀρφανὰ κεῖται σκῦλα Epigr. ap. Paus.1.13.3.II c. gen., bereaved or bereft of,1 of children, ὀ. πατρός reft of father, E.El. 914, 1010 ;τοῦ πατρὸς ὀ. D.57.70
;γονέων Plu.2.293d
, etc.2 of parents, πότμον ὀρφανὸν γενεᾶς childless, Pi.O.9.61 ; ὀ. παιδός, τέκνων, E.Hec. 149 (anap.), Fr.332.6;νεοσσῶν ὀρφανὸν λέχος S.Ant. 425
.3 generally,ὀ. ἑτάρων Pi.I.7(6).10
, cf. Pl.Lg. 730d; ;ἐπιστήμης Pl.Alc.2.147a
;κρατός Sosith.2.20
; ὀρφανοὶ ὕβριος free from insolence, Pi.I.4(3).8(26) ;ψόφον.. Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος Id.Pae.6.9
; ὀ. μαχᾶν, = ἀπόμαχος, Tim.Pers. 154 ; ὀρφανὴ βίου, i.e. poor, Herod.3.39 ;ὀ. ἀγκίστρου κάλαμος AP 12.42
(Diosc.): Com. metaph., ὀ. ταρίχιον salt-fish without sauce, Pherecr.22 (dub. l.). (A shorter form ὀρφο- appears in ὀρφο-βότης (q.v.), ὀρφόω, cf. Lat. orbus, Goth. arbi 'inheritance'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρφανός
-
3 νεμεσάω
νεμεσάω, ep. auch νεμεσσάω, νεμεσσήσω, unwillig sein über ein Unrecht, gerechten Unwillen gegen Einen empfinden, ihm zürnen oder ihm Etwas verübeln; gew, c. dat., οὐ γὰρ νεμεσῶ Ἀγαμέμνονι, Il. 4, 413, ich verdenke es ihm nicht, καὶ δ' ἄλλῃ νεμεσῶ, ἥτις τοιαῦτά γε ῥέζοι, Od. 6, 286, Διῒ κρατερῶς ἐνεμέσσα, Il. 13, 16; auch μὴ νῦν μοι τόδε χώεο μηδὲ νεμέσσα verbunden, Od. 23, 213; – absolut, νεμέσησε δὲ πότνια Ἥρη, Il. 8, 198, öfter. – Eben so braucht Hom. das med., ὑμῖν δὲ νεμεσσῶμαι πέρι κῆρι, Il. 13, 119; Od. 15, 69; c. inf., τὸ μὲν οὔ σε νεμεσσῶμαι κεχολῶσϑαι, Od. 18, 227, wie νεμεσσῶμαί γε μὲν οὐδὲν κλαίειν ὅς κε ϑάνῃσι, ich nehme es nicht übel, tadele es nicht, den Todten zu beweinen; auch c. accus., νεμεσσᾶται κακὰ ἔργα, er ist unwillig über die bösen Merke, Od. 14, 284; τινί τι, ἦ καί μοι νεμεσήσεαι, ὅττι κεν εἴπω, 1, 158, wirst du mir übelnehmen, was ich etwa sagen werde. Auch der aor. pass. hat dieselbe Bdtg, τῷ δ' ἄρ' Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο νεμέσσηϑέν τ' ἐνὶ ϑυμῷ (für ἐνεμεσήϑησαν), Il. 2, 223. Aber νεμεσσήϑητε καὶ αὐτοί ist = empfindet gegen euch selbst Unwillen, schämt euch vor euch selber, Od. 2, 64, vgl. νεμεσσᾶται ἐνὶ ϑυμῷ ἐπεσβολίας ἀναφαίνειν, hält es für unschicklich, mit vielen Worten um sich zu werfen, Od. 4, 158, also eigtl. med. Vgl. nochIl. 15, 211. 227. Bei Hes. τινί τι, Einem ein Glück mißgönnen; Pind. μή μοι νεμεσάσαι, I. 1, 3. – Einzeln in Prosa; νεμεσῶσι μάλιστα αὐτοῖς εἰς ὀρφανὰ καὶ ἔρημα ὑβρίζουσι, Plat. Legg. XI, 927 c; Minos 319 a; οἷς μηδεὶς ἂν νεμεσήσαι, Dem. 20, 161; δικαίως τούτῳ ἂν νεμεσήσαι τὸ δαιμόνιον, Pol. 12, 23, 3; Luc. Scyth. 9; Plut. – Arist. Rhet. 2, 9 setzt νεμεσᾶν dem ἐλεεῖν entgegen u. erklärt es λυπεῖσϑαι ἐπὶ ταῖς ἀναξίαις εὐπραγίαις, als ein πάϑος ἤϑους χρηστοῦ, u. schreibt es bes. den Göttern zu, zum Unterschiede von dem tadelnswerthen φϑονεῖν, vgl. auch die unter νεμεσητικός angeführte Stelle.
-
4 ὀρφανός
ὀρφανός (orbus), bei den Attikern nach Porson zu Eur. Hec. 150 stets 2 Endgn, verwais't, elternlos, bes. vaterlos; ὀρφαναί, elternlose Töchter, Od. 20, 68; ὀρφανὰ τέκνα, Hes. O. 332; sp. D., παῖς Bass. 11 (VII, 372). – In allgemeiner Bdtg, wie unser verwaif't, beraubt, ermangelnd, entbehrend, τινός, z. B. ἑταίρων, Pind. I. 6, 10; ὕβριος, ohne Uebermuth, 3, 26; dah. auch von Eltern, Ol. 9, 65, wie Eur. es auch ohne den Zusatz braucht, Hec. 150, πότμος ὀρφανὸς γενεᾶς, kinderlos; παῖδά τ' ὀρφανὸν λιπεῖν, Soph. Ai. 638; übertr., ὅταν κενῆς εὐνῆς νεοσσῶν ὀρφανὸν βλέψῃ λέχος, Ant. 421; οἶκον ὀρφανὸν λείψω πατρός Eur. Or. 663, u. öfter in dieser Vrbdg, ὀρφανὴν πατρός, El. 914; u. so in Prosa im eigentlichen Sinne, u. übertr.; παίδων ὀρφανὸν αὐτῷ γενέσϑαι τὸν βίον, Plat. Legg. V, 730 d; τῶν φιλτάτων, Phaedr. 239 e; τῆς ἐπιστήμης, Alc. II, 147 a; subst., τοῖς ὀρφανοῖς καὶ ὀρφαναῖς, Legg. XI, 926 c, öfter.
-
5 ἀλιταίνω
ἀλῐταίνω [pron. full] [ᾰλ], [dialect] Ep. Verb, used by A. in lyr., chiefly in [tense] aor. 2 [voice] Act. and [voice] Med.:—Aet., [tense] aor. 2Aἤλῐτον Il.9.375
, Thgn.1170, A.Eu. 269: subj.ἀλίτῃ Ps.-Phoc.208
; opt. ; part. (cj. Auratus): later [dialect] Ep. [tense] aor. 1 :—[voice] Med., ἀλιταίνεται Hes.Op. 330: [tense] aor.ἀλίτοντο, ἀλίτωμαι, ἀλίτωμαι, ἀλιτέσθαι Hom.
, v. infr.: participial form ἀλιτήμενος:— sin or offend against, c. acc. pers.,ἐκ γὰρ δή μ' ἀπάτησε καὶ ἤλιτεν Il.9.375
;ὅτις σφ' ἀλίτηται ὀμόσσας 19.265
;Αθηναίην ἀλίτοντο Od.5.108
;ἀθανάτους ἀλιτέσθαι 4.378
, cf. Hes.Sc.80, Thgn.l.c.;ἀλιταίνητ' ὀρφανὰ τέκνα Hes. Op. 330
, cf. A. Eu. 269, Ps.-Phoc.l.c.2 c.acc. rei, transgress,Διὸς δ' ἀλίτωμαι ἐφετμάς Il.24.570
; ὅρκον, σπονδάς, A.R.4.388, Opp.H.5.563.3 c. gen., stray from,ἀλίτησεν ἀταρποῦ Orph.
l.c., cf. Call.Dian. 255.4 ἀλιτήμενος as Adj., = a)litro/s, qeoi=s a). sinful in the eyes of gods, Od.4.807.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλιταίνω
-
6 ἐρῆμος
ἐρῆμος, ον, fem.Aἐρήμη Od.3.270
, S.OC 1719(lyr.), Ant. 739, Tr. 530 (lyr.), and in the phrase δίκη ἐρήμη (v. infr. III): [dialect] Att. [full] ἔρημος, ον, acc. to Hdn.Gr.2.938 : [comp] Comp.- ότερος Th.3.11
, Lys.29.1, etc.: [comp] Sup.- ότατος Hdt.9.118
:—desolate, lonely, solitary,1 of places,ἐς νῆσον ἐρήμην Od.3.270
;χῶρος Il.10.520
; τὰ ἐ. τῆς Λιβύης the desert parts.., Hdt.2.32, cf. Th.2.17 ; ἡ ἐρῆμος (sc. χώρα) Hdt.4.18 ;ἡ ἐρήμη Ael.NA 7.48
: pl., ib.3.26 ; empty,πνύξ Ar.Ach.20
.2 of personsor animals, τὰ δ' ἐρῆμα φοβεῖται (i.e. the sheep), Il.5.140 ;ξέρξην ἔ. μολεῖν A. Pers. 734
(troch.) ;ἧσθαι δόμοις ἔ. Id.Ag. 862
;πόρτις ἐρήμα S.Tr. 530
(lyr.) ;ἔ. κἄφιλος Id.Ph. 228
;τὸν θεὸν ἔ. ἀπολιπόντε Ar.Pl. 447
; freq. of poor, friendless persons, And.4.15, etc.; ἐρημότεροι, opp. δυνατώτεροι, Th.3.11; ;εἰς ὀρφανὰ καὶ ἔ. ὑβρίζειν Pl.Lg. 927c
; solitary, not gregarious,Plu.
Caes.63 : neut. as Adv., ἔρημα κλαίω I weep in solitude, E.Supp. 775; ἔρημον ἐμβλέπειν to look vacantly, Ar.Fr. 456.II c. gen., reft of, void or destitute of,[χώρη] ἐ. πάντων Hdt.2.32
;ἀνθρώπων Id.4.17
, cf. 18 ;ἀνδρῶν Id.6.23
, S.OT57 ;Ἀθηναίων Hdt.8.65
;στέγαι φίλων ἔ. S.El. 1405
;Πειραιᾶ ἔ. ὄντα νεῶν Th.8.96
; τῇ ἦν ἐρημότατον τῶν πολεμίων (sc. τὸ τεῖχος) Hdt.9.118 ;[τὰ γεγραμμένα] ἀπόντος τοῦ γράψαντος ἔρημα τοῦ βοηθήσοντός ἐστιν Isoc.Ep.1.3
;θεῶν ἔρημα εἶναι πάντα Pl.Lg. 908c
.2 of persons, bereft of,συμμάχων Hdt.7.160
; (lyr.);πατρὸς ἢ μητρός Pl.Lg. 927d
;πρὸς φίλων S.Ant. 919
; so ἔ. οἶκος a house without heirs, Is.7.31.3 with no bad sense, wanting, without,ἐσθὴς ἐρῆμος ὅπλων Hdt.9.63
; free from,ἀνδρῶν κακῶν ἔρημος πόλις Pl.Lg. 862e
.III ἐρήμη, rarely ἔρημος (with or more commonly without γραφή, δίκη, δίαιτα), ἡ, an undefended action, in which one party does not appear, and judgement goes against him by default, ἤλπιζε.. τὴν γραφὴν..ἐρήμην ἔσεσθαι would be undefended, Antipho 2.1.7 ; ; δίκην εἷλον ἐρήμην I got judgement by default, D.21.81 ;ἐρήμην αὐτὸν λαβόντες..εἷλον Lys.20.18
; τὴν ἔρημον δεδωκότα having given it by default in one's favour, D.21.85 ; ἔρημον ὦφλε δίκην he let it go by default, ib.87, cf. Antipho 5.13 ; ;ἐρήμην καταδιαιτῆσαί τινος Id.40.17
; γενομένης ἐρήμου κατὰ Μειδίου Test. ap. eund.21.93 ; ἐρήμην κατηγορεῖν to accuse in a case where there was no defence, Pl.Ap. 18c, cf. D.21.87 ; ἐρήμην or ἐξ ἐρήμης κρατεῖν, Luc.Anach.40, JTr.25 ;ἁλῶναι Id.Tox.11
, etc.3 for ἐρήμας τρυγᾶν v. sub τρυγάω.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
Παλαιοί Πολεμιστές — Διεθνής εφεδρική οργάνωση, που ιδρύθηκε αμέσως μετά τον A» Παγκόσμιο πόλεμο, με πρωτοβουλία του Γάλλου συγγραφέα Ανρί Μπαρμπίς, ο οποίος διετέλεσε και πρώτος γενικός γραμματέας της. Την αποτελούσαν εκπρόσωποι διαφόρων κρατών που συγκρότησαν… … Dictionary of Greek
ορφανεύω — και αρφανεύω (Α ορφανεύω) [ορφανός] νεοελλ. 1. μένω ορφανός, χάνω τον ένα ή και τους δύο γονείς μου λόγω θανάτου 2. χάνω πολύτιμο φίλο ή προστάτη («να μάθουν πώς ὀρφανέψαμε από τους άρχοντάς μας», Πολίτ.) αρχ. 1. φροντίζω ορφανά παιδιά, ανατρέφω… … Dictionary of Greek
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek
ορφανοτροφείο — Ίδρυμα που φροντίζει για την περίθαλψη και τη μόρφωση παιδιών που έχουν στερηθεί τη φροντίδα του ενός ή και των δύο γονέων τους, γιατί πέθαναν, και σε μερικές χώρες γιατί δεν είναι σε θέση να φροντίσουν για τη συντήρηση και τη μόρφωσή τους.… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek